βλαστήμια

βλαστήμια
η (AM βλασφημία)
ανόσιος και υβριστικός λόγος εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων
νεοελλ.
1. κατάρα
2. βρισιά εναντίον προσώπου
αρχ.
1. δυσοίωνος λόγος («παραστὰς τοῑς βωμοῑς βλασφημίαν πᾱσαν βλασφημεῑ»)
2. δυσφήμηση, συκοφαντία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βλασφημία < (ρ.) βλασφημώ, το δε νεοελλ. βλαστήμια < (ουσ.) βλασφημία, με ανομοίωση και αναβιβασμό του τόνου αναλογικά προς τα προπαροξύτονα (πρβλ. αγρύπνια < αγρυπνία, ανημπόρια < ανημποριά, στενοχώρια < στενοχωρία κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βλαστήμια — βλαστήμια, η και βλαστημιά, η ανίερος λόγος, βρισιά προς τα θεία, χυδαίος λόγος: Όταν θυμώνει, όλο βρισιές και βλαστήμιες είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλασφημία — Η βλαστήμια· η εκδήλωση περιφρόνησης για τον Θεό και γενικότερα τα θεία (ό,τι θεωρείται ιερό για τη θρησκεία), που γίνεται δημόσια. Στην Ελλάδα τιμωρείται τόσο όταν γίνεται με δόλο (κακοβούλως) όσο και όταν γίνεται ανύποπτα, με διαφορά ως προς το …   Dictionary of Greek

  • βλασφημοσύνη — βλασφημοσύνη, η (Α) [βλάσφημος] η βλαστήμια …   Dictionary of Greek

  • γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού …   Dictionary of Greek

  • δυσφημία — δυσφημία, η (AM) 1. βλαστήμια, ύβρις 2. αηδιαστικά λόγια αρχ. 1. διάδοση κακών λόγων 2. μεμψιμοιρία, θρηνωδία 3. κακή φήμη, κακό όνομα …   Dictionary of Greek

  • ζήτια — και ζητιά η ζητιάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητώ, υποχωρ. σχηματισμός πρβλ. κατηγορώ κατηγόρια, βλαστημώ βλαστήμια] …   Dictionary of Greek

  • βλασφημία — η βλ. βλαστήμια, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρισιά — η η βλαστήμια, ο πικρός λόγος, η χυδαιολογία: Τον άρχισε στις βρισιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βωμολοχία — η αισχρολογία, χυδαία βρισιά, βλαστήμια: Στους δημόσιους χώρους απαγορεύονται οι βωμολοχίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”