βλαστήμια — βλαστήμια, η και βλαστημιά, η ανίερος λόγος, βρισιά προς τα θεία, χυδαίος λόγος: Όταν θυμώνει, όλο βρισιές και βλαστήμιες είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλασφημία — Η βλαστήμια· η εκδήλωση περιφρόνησης για τον Θεό και γενικότερα τα θεία (ό,τι θεωρείται ιερό για τη θρησκεία), που γίνεται δημόσια. Στην Ελλάδα τιμωρείται τόσο όταν γίνεται με δόλο (κακοβούλως) όσο και όταν γίνεται ανύποπτα, με διαφορά ως προς το … Dictionary of Greek
βλασφημοσύνη — βλασφημοσύνη, η (Α) [βλάσφημος] η βλαστήμια … Dictionary of Greek
γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού … Dictionary of Greek
δυσφημία — δυσφημία, η (AM) 1. βλαστήμια, ύβρις 2. αηδιαστικά λόγια αρχ. 1. διάδοση κακών λόγων 2. μεμψιμοιρία, θρηνωδία 3. κακή φήμη, κακό όνομα … Dictionary of Greek
ζήτια — και ζητιά η ζητιάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητώ, υποχωρ. σχηματισμός πρβλ. κατηγορώ κατηγόρια, βλαστημώ βλαστήμια] … Dictionary of Greek
βλασφημία — η βλ. βλαστήμια, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρισιά — η η βλαστήμια, ο πικρός λόγος, η χυδαιολογία: Τον άρχισε στις βρισιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βωμολοχία — η αισχρολογία, χυδαία βρισιά, βλαστήμια: Στους δημόσιους χώρους απαγορεύονται οι βωμολοχίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)